Ο Κωνσταντίνος Χιωτέρης, του Δημητρίου και της Ασημένιας, γεννήθηκε το 1906 σε χωριό της Σμύρνης, στη Μικρά Ασία (σημερινή δυτική Τουρκία). Ο μεγαλύτερος αδερφός του ονομαζόταν Συμεών και ο μικρότερος Παναγιώτης. Στην Ελλάδα ήρθαν ως πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Σμύρνης, με την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1923). Εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, στο χωριό Χρυσαυγή (πρώην τουρκικό όνομα: Σαριγιάρ). Παντρεύτηκε την Κατίνα Κουφού (1908-1987), επίσης πρόσφυγα, από το χωριό Καλύβια της Ανατολικής Θράκης, με την οποία απέκτησε 5 παιδιά: τον Δημήτριο (1930), τον Αθανάσιο (1933), την Ασημένια (1935), τη Σοφία (1937) και το Ζωγράφο (1942). Αγρότης στο επάγγελμα, ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με την καλλιέργεια σιτηρών και την αμπελοκαλλιέργεια.
Τον Απρίλιο του 1942, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής (1941-1944), οργανώθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) Χρυσαυγής από τον αδελφό του Παναγιώτη. Τα καθήκοντά του στην οργάνωση σχετίζονταν με την ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη), δηλαδή με την τροφοδοσία των ανταρτικών σωμάτων του μόνιμου ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός-στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ) που δρούσαν στην περιοχή Λαγκαδά -Χορτιάτη. Καθώς οι επιδρομές Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών για λεηλασίες (κυρίως αρπαγές ζώων) ήταν συχνές στο χωριό, ο ρόλος της ΕΤΑ ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος για την εξασφάλιση των απαραίτητων τροφίμων για τους αντάρτες. Καθώς, μάλιστα, η παρουσία των κατοχικών δυνάμεων ήταν καθημερινή, οι συναντήσεις του Κωνσταντίνου Χιωτέρη με τους αντάρτες, για λόγους ασφαλείας, γίνονταν κάθε φορά και σε διαφορετικό σημείο.
Επιφορτισμένος με το καθήκον της εξασφάλισης και διαφύλαξης της σοδειάς ήρθε σε ρήξη με κτηνοτρόφους της περιοχής, οι οποίοι συνήθιζαν να αφήνουν τα ζώα τους να βόσκουν μέσα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε στην κατάδοση των μελών της Επιμελητείας του Αντάρτη (ΕΤΑ) στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, οι οποίες έδρευαν στο Λαγκαδά.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1943 οι Γερμανοί εισέβαλαν και περικύκλωσαν το χωριό (μπλόκο). Με το χτύπημα της καμπάνας και με μεγάφωνο κλήθηκαν όλοι οι άντρες της Χρυσαυγής να παρουσιαστούν στην πλατεία. Η γυναίκα του, η Κατίνα, προσπάθησε να τον αποτρέψει ζητώντας του να κρυφτεί, ωστόσο, αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε κάνει κάτι κακό. Με ονομαστική κατάσταση και μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους οι Γερμανοί συνέλαβαν 12 άτομα, τους οποίους και οδήγησαν στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Από τους 12 κράτησαν τελικά 3: τον Κωνσταντίνο Χιωτέρη, τον αδερφό του Παναγιώτη Χιωτέρη και τον Κωνσταντίνο Ντανταβέλη, υπεύθυνο της οργάνωσης του ΕΑΜ Χρυσαυγής. Οι λόγοι κράτησής τους από τις Γερμανικές Αρχές Κατοχής δεν γνωστοποιήθηκαν ποτέ στους οικείους τους.
Στο στρατόπεδο παρέμειναν για κάποιες εβδομάδες, έως ότου κυκλοφόρησε η φήμη ότι την επόμενη μέρα θα μεταφέρονταν στη Γερμανία. Περπατώντας όλη τη νύχτα από το χωριό Χρυσαυγή έως το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Παύλου Μελά, η Κατίνα πρόλαβε να δει τον άντρα της να επιβιβάζεται στο τρένο, μαζί με εκατοντάδες άλλους ομήρους. Η τελευταία κουβέντα του, πριν από την αναχώρηση, προς τη γυναίκα του ήταν να προσέχει το μωρό, το Ζωγράφο. Ο τελευταίος σταθμός του Κωνσταντίνου Χιωτέρη και των δύο συγκρατούμενων του ήταν το Στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Ήταν ο υπ’ αριθμόν 64817 κρατούμενος. Απεβίωσε στις 13 Δεκεμβρίου 1944 στο παράρτημα Μελκ του Μαουτχάουζεν. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του αδελφού του Παναγιώτη Χιωτέρη (†6 Δεκεμβρίου 1944) και του Κωνσταντίνου Ντανταβέλη (†3 Ιουλίου 1944).
Χιωτέρη Αικατερίνη, Εγγονή
Konstantinos Chioteris, Sohn von Dimitrios und Asimenia, wurde 1906 in einem kleinen Dorf nahe Smyrna in Kleinasien (in der heutigen Westtürkei) geboren. Sein älterer Bruder hieß Symeon, der jüngere Panayiotis. Sie trafen in Griechenland als Flüchtlinge im Zuge des Bevölkerungsaustauschs zwischen Griechenland und der Türkei (1923) nach der Zerstörung von Smyrna ein. Er ließ sich in der Gegend von Langadas in Thessaloniki, im Dorf Chrysavgi (früherer türkischer Name: Sariyar) nieder. Er heiratete Katina Koufou (1908-1987), ebenfalls ein Flüchtling aus dem Dorf Kalyvia in Ostthrakien, mit der er fünf Kinder bekam: Dimitrios (1930), Athanasios (1933), Asimenia (1935), Sofia (1937) und Sografos (1942). Vom Beruf Landwirt, war er in erster Linie im Weizenanbau und Weinbau tätig.
Im April 1942, während der Besatzung durch Nazi-Deutschland (1941-1944) schloss er sich über seinen Bruder Panayiotis der Widerstandsbewegung EAM (Griechische Nationale Befreiungsfront) in Chrysavgi an. Seine Aufgaben in der Organisation standen mit der ETA (Partisanenlogistik) im Zusammenhang und hatten also mit der Versorgung der Partisanentruppen der ELAS (Griechische Volksbefreiungsarmee, der militärische Arm der EAM) zu tun, die in der Gegend von Langadas-Chortiatis operierten. Da es im Dorf zu häufigen Überfällen der deutschen und italienischen Truppen zwecks Plünderungen (vorwiegend Viehraub) kam, spielte die EAM eine besonders kritische Rolle bei der Versorgung der Widerstandskämpfer mit den notwendigen Nahrungsmitteln. Zumal die Besatzungstruppen alltäglich präsent waren, fanden die Treffen von Konstantinos Chioteris mit den Partisanen jedes Mal an einem anderen Ort statt.
Da er mit der Aufgabe der Sicherstellung und des Schutzes der Ernte betraut war, kam es zwischen ihm und den Viehzüchtern der Gegend zu Konflikten, da diese ihr Vieh auf den Ackerflächen weiden ließen. Diese Auseinandersetzung führte schließlich dazu, dass man die Mitglieder der ETA an die in Langadas stationierten deutschen Besatzungstruppen verriet.
Am 17. Februar 1943 drangen die deutschen Truppen in das Dorf ein und umzingelten es. Sämtliche Männer von Chrysavgi wurden durch das Läuten der Kirchenglocke sowie über Lautsprecher aufgerufen, sich zum Dorfplatz zu begeben. Seine Frau Katina versuchte Konstantinos davon abzuhalten und bat ihn, sich zu verstecken; er erwiderte jedoch, er hätte nichts Falsches getan. Mithilfe einer Namensliste und vor den Augen der anderen Dorfbewohner verhafteten die Deutschen zwölf Männer und brachten diese in das Konzentrationslager Pavlos Melas nach Thessaloniki. Von den insgesamt zwölf behielten sie schließlich drei: Konstantinos Chioteris, seinen Bruder Panayiotis Chioteris, und Konstantinos Dandavelis, den Leiter der Organisation EAM in Chrysavgi. Ihre Angehörigen wurden niemals über die Gründe ihrer Inhaftierung durch die deutschen Besatzungsbehörden informiert.
Sie blieben einige Wochen lang im Lager, bis Gerüchte aufkamen, dass man sie am nächsten Tag nach Deutschland abtransportieren würde. Katina marschierte die ganze Nacht durch vom Dorf Chrysavgi bis zum Konzentrationslager Pavlos Melas, und konnte gerade ihrem Mann dabei zusehen, wie er mit hunderten anderen Geiseln in den Zug stieg. Seine letzten Worte an seine Frau waren, sie möge sich um den Neugeborenen Sografos kümmern. Endstation für Konstantinos Chioteris und seine zwei Mitgefangenen war das Konzentrationslager Mauthausen. Er war der Gefangene mit der Nummer 64817. Er starb am 13. Dezember 1944 im Mauthausen-Außenlager Melk. Vor ihm starben sein Bruder Panayiotis Chioteris (†6. Dezember 1944) und Konstantinos Dadavelis (†3. Juli 1944).