Γεώργιος Δράκος Ξυλούρης / Georgios Drakos Xylouris1923 - 1944Edit
Born 31.10.1923 in Kroussona Died 16.10.1944 in Hartheim
Biography
Ο Γεώργιος Ξυλούρης ήταν το μοναχοπαίδι του Δράκου και της Σοφίας Ξυλούρη. Το 1942 συλλήφθηκε μαζί με τον Βιδάκη Εμμανουήλ του Κων/νου (αριθμός κρατούμενου 38371) από τις Γερμανικές αρχές στην ορεινή τοποθεσία Σπίτι της Βίγλας με την αιτιολογία ότι πρόσφεραν φαγητό στον αντιστασιακό καταζητούμενο από τις γερμανικές αρχές, Βιδάκη Νικόλαο ή Τσικαλά. Αρχικά μεταφέρθηκαν εντός των τειχών του Ηρακλείου, στην στοά Μακάσι και στη συνέχεια στις φυλακές Αγυιάς Χανίων όπου παρέμειναν περίπου ένα χρόνο.Εκείνη την χρονική περίοδο,ο πατέρας του Γεώργιου Ξυλούρη, Δράκος, ήρθε σε επαφή με τον συγχωριανό του Νικόλαο Τζουλιά, ο οποίος συνεργάστηκε με τις Γερμανικές Αρχές και ήταν ενταγμένος, έχοντας ηγετική θέση στην Γκεστάμπο Ηρακλείου.Ο Δράκος είπε στον Τζουλιά ότι θα του δώριζε όλη την περιουσία του εάν έσωζε τον μοναχογιό του. Ο Τζουλιάς όμως του απάντησε αρνητικά, λέγοντας του ότι θα τιμωρηθεί και το παιδί του Δράκου και όλη του η οικογένεια. Από την Αγυιά μεταφέρθηκαν μαζί με άλλους κρατούμενους, εκ των οποίων άλλοι τέσσερις (4) κατάγονταν από το ίδιο χωριό, τον Κρουσώνα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαουτχάουζεν με μια ενδιάμεση στάση στο Ζέμουν της Σερβίας.
Εκεί σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του Πειρασμάκη Μιχαήλ (αριθμός κρατούμενου 38326, επιζών των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, ο οποίος απεβίωσε το 2001) ο οποίος εκμυστηρεύτηκε, περίπου το 1985, στον Γεώργιο Ξυλούρη του Μύρωνα, (ονομάστηκε Γεώργιος για την μνήμη του Γεωργ.Δράκου Ξυλούρη) γεγονότα που αφορούσαν τα βιώματα των: Γεώργιο Δ. Ξυλούρη, Χουμά Ιωάννη (με αριθμό κρατουμένου 38242), Σαββάκη Μιχαήλ (με αριθμό 38339), Βιδάκη Εμμανουήλ (με αριθμό κρατουμένου 38371) και του γιατρού Ι.Φ. (αριθμός κρατούμενου 38256) στο Μαουτχάουζεν. Συγκεκριμένα ο Μιχαήλ Πειρασμάκης είπε: «Ο γιατρός τους έφαγε όλους» (εννοώντας ότι ο γιατρός τους θανάτωσε). «Στο Βελιγράδι, ο γιατρός δεν μας έκανε παρέα ενώ είχαμε ξεκινήσει μαζί ως ομάδα από τα Χανιά και έκανε παρέα με τον Μηλιαράκη και τον στρατηγό Καλομενόπουλο. Κάποια στιγμή ο Χουμάς ρώτησε τον γιατρό γιατί δεν μας πλησιάζει και εκείνος απάντησε “επειδή είστε αμόρφωτοι, βοσκοί”. Ο Χουμάς τότε θύμωσε και διαπληκτίστηκαν. Ο Ξυλούρης, ο Βιδάκης και ο Σαββάκης πήραν τότε το μέρος του Χουμά και ο γιατρός συνέχισε τις ύβρεις προς όλους, εκτός από εμένα που δεν έλαβα μέρος στην διαμάχη. Φεύγοντας στο τέλος του καυγά, ο γιατρός απευθυνόμενος στον Χουμά είπε “καλαά!!! Γιάννη θα το θυμάμαι”. Έκτοτε είχαν ψυχρανθεί και δεν μιλούσαν. Αργότερα στο Μαουτχάουζεν όταν αρρώστησα πήγα στο νοσοκομείο και με έβαλαν στο 5 Μπλόκ ενώ ο γιατρός που είχε μαζί του το Μηλιαράκη ως νοσοκόμο ήταν στο 6 Μπλοκ. Εκεί μαζί μου ήταν και ο Σαββάκης με τον Ξυλούρη. Μια μέρα ήρθαν και πήραν το Σαββάκη και δεν τον ξαναείδα. Ο Γιατρός (38256) σε καθημερινή βάση έκανε μια ένεση στον Ξυλούρη Γεώργιο. Λίγη ώρα μετά την ένεση μου έλεγε: “Μιχάλη καίγομαι, καίγομαι”. Κοκκίνιζε όλο του το σώμα και στην συνέχεια κιτρίνιζε, ενώ ανέβασζε και υψηλό πυρετό. Μετά από κάποιο διάστημα είχε λιώσει το κοπέλι, ήταν μόνο τα κόκκαλα, το ατζί (η γάμπα του) του είχε γίνει σαν το μικρό δακτυλάκι μου και μια μέρα τον πήραν και αυτόν και δεν τον ξανάδα. Για τον Χουμά έμαθα από τον γιατρό ότι πέρασε από το νοσοκομείο και οι Γερμανοί τον πήραν μια μέρα και όταν πήγα στο Έμπενζε έμαθα ότι είχε πέθανει.»
Αυτή είναι η μοναδική προφορική μαρτυρία από τον επιζώντα Πειρασμάκη, ενώ από τον επιζώντα γιατρό, ο οποίος απεβίωσε το 1978, δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία για τους Κρουσανιώτες. Επίσης οι προσωπικοί φίλοι του γιατρού από το Ζέμουν, Μηλιαράκης και Καλομενόπουλος, επέζησαν. Ο πρώτος διορίστηκε νοσοκόμος ενώ ο δεύτερος νυχτοφύλακας χάρη στην παρέμβαση του γιατρού.
Οι γονείς του Γεωργίου Ξυλούρη έμαθαν για τον θάνατο του μοναχογιού τους το 1945. Πέθαναν το επόμενο έτος, το 1946 και οι δύο από θλίψη που έχασαν χωρίς αιτία το μοναχοπαίδι τους. Εκτός από τον Γεώργιο Δράκου Ξυλούρη, οι Ναζί είχαν θανατώσει και τον αδερφό του Δράκου, τον Ιωάννη Γεωργ. Ξυλούρη, καθώς και δύο ανηψιούς του, τον Ελευθέριο Αντ. Ξυλούρη και τον Ιωάννη Κων/νου Ξυλούρη. Ο Δράκος Ξυλούρης στο τέλος της ζωής του συνήθιζε να λέει την παρακάτω μαντινάδα σχετικά με τα θανατωμένα μέλη της οικογένειας του από τους Ναζί:
Δύο Γιάννηδες εσκότωσαν και το Λευτέρη εβουλιάξαν
Και το Γιωργιό μου αζωντανό στους φούρνους τον εκάψαν.
Η Σοφία Ξυλούρη μόλις έμαθε για τον θάνατο του παιδιού της έλεγε καθημερινά το παρακάτω μοιρολόι μέχρι να πεθάνει:
Το μοιρολόι της Ξυλουροδράκαινας
Για μας ήρθαν οι Γερμανοί καλέ μου
να μας ξεκληρίσουνε βλαστέ μου.
Γιώργη, Γιωργιό μου, κανακάρη μου Γιώργη
αμοναχοπαίδι παλικάρι μου.
Και δε μπορώ, φωθιά 'γω να θωρώ ανθέ μου
γιατί σε βλέπω μέσα ακριβέ μου.
Τσ' Αλαμανιάς τσοι φούρνους ε Γιωργιό μου
εκειά σε κάψανε ακριβό μου.
Καλιά μπάλα να σε' τρωγε άμοιρό μου
να' χω 'γω σκιάς τον τάφο καλό μου.
Να πιένω κεια να κλαίω όμορφέ μου,
τον πόνο μου να λέω, γω βλαστέ μου.
Και δε μπορώ να το θωρώ υγιέ μου
κρέας οφτό να ψήνεται καλέ μου.
Θαρρώ πως είσαι 'συ Γιωργιό μου
να τσιτσιρίζει, μεσ' το φούρνο άμοιρό μου.
Πόνο 'χουνε όλοι οι γεδικοί μας γιέ μου.
Τσ' αθρώπους απού χάσανε βλαστέ μου.
κρίμας τα παλικάρια να χαθούνε
μα έχουνε κειά κι' άλλους να θωρούνε.
Μα ήντα να λέω εγώ η κακομοίρα
που 'να παιδί είχα και το πήραν.
Απού δεν είχα άλλο η καημένη
και απόμεινα αμοναχή σαν ξένη.
Γιώργη, Γιωργή μου, Γιωργιό παιδί μου
αχ και που να τέλειωνε η ζωή μου.
Μπας και 'κει 'δα σε δω χρυσό μου
στου Άδη τα σκαλιά όμορφό μου.
Να σε σφιχταγκαλιάσω κοπελιάρη μου
εικοσάχρονο καμάρι μου.
Επεξήγηση λέξεων κρητικής διαλέκτου:
Κανακάρη =αγόρι χαϊδεμένο
Φωθιά = φωτιά
Θωρώ=βλέπω
Αλαμανιά=Γερμανία
Εκειά=εκεί
Καλιά μπάλα=καλύτερα σφαίρα
Σκιάς = τουλάχιστων
Πιένω=πηγαίνω
Γεδικοί μας =οι δικοί μας
Μύρων Μ. Ξυλούρης, ανιψιός
Georgios Xylouris war das einzige Kind von Drakos und Sofia Xylouris. Er wurde im Jahr 1942 zusammen mit Emmanuel Vidakis des Konstantinos (Gefangenennummer 38371) von den deutschen Besatzungsbehörden beim Haus von Vigla in den Bergen verhaftet. Diese warfen ihm vor, er hätte den von den deutschen Behörden gesuchten Widerstandskämpfer Nikolaos Vidakis bzw. Tsikalas mit Lebensmitteln versorgt. Anfangs kamen die beiden innerhalb der Festungsmauern von Heraklion, im Makasi-Stollen, und später in das Gefängnis von Agia in Chania unter, wo sie etwa ein Jahr blieben. Während jener Zeit kontaktierte Drakos Xylouris, Vater von Georgios, einen Mann aus seinem Dorf, Nikolaos Tsoulias, der mit den deutschen Behörden kollaborierte und eine leitende Stellung bei der Gestapo in Heraklion hatte. Drakos versprach Tsoulias, er würde ihm sein ganzes Vermögen schenken, wenn dieser seinen einzigen Sohn retten würde. Tsoulias lehnte jedoch ab und drohte ihm, dass er sowohl den Sohn von Drakos als auch seine ganze Familie bestrafen würde. Vom Gefängnis Agia transportierte man sie mit anderen Gefangenen - von denen weitere vier aus demselben Dorf, Krousonas, stammten - nach einem Zwischenaufenthalt im serbischen Zenun in das Konzentrationslager Mauthausen.
In einer mündlichen Zeugenaussage vertraute Michael Pirasmakis (Gefangenennummer 38326, Überlebender der Konzentrationslager, der 2001 verstarb) etwa im Jahr 1985 Georgios Xylouris, Sohn von Myronas (er wurde zum Gedenken an Georgios Xylouris auch Georgios getauft) Ereignisse aus dem Leben der folgenden Mitgefangenen in Mauthausen an: Geogios D. Xylouris, Ioannis Houmas, (Gefangenennummer 38242), Michael Savvakis (Gefangenennummer 38339), Emmanouil Vidakis (Gefangenennummer 38371) und Arzt I. F. (Gefangenennummer 38256). Konkret erzählte Michael Pirasmakis Folgendes: „Der Arzt hat sie alle auf dem Gewissen“ (und meinte dabei, dass der Arzt sie alle getötet hatte). „In Belgrad gesellte sich der Arzt nicht zu uns, obwohl wir Chania als Gruppe verließen, und freundete sich stattdessen mit Miliarakis und General Kalomenopoulos an. Einmal hat Houmas den Arzt gefragt, warum er nicht zu uns kommt, und er erwiderte „weil Ihr Ungebildete, Hirten seid“. Houmas wurde daraufhin wütend und die beiden stritten sich. Xylouris, Vidakis, und Savvakis stellten sich dann auf die Seite von Houmas, und der Arzt beschimpfte dann weiterhin alle außer mir, da ich nicht an dem Streit teilnahm. Als der Streit dann endete, wendete sich der Arzt an Houmas und sagte „Na gut! Yiannis, ich werde das hier nicht vergessen“. Ab diesem Zeitpunkt distanzierten sich die beiden und sprachen nicht mehr miteinander. Als ich später in Mauthausen krank wurde, kam ich ins Krankenhaus, wo ich im Block 5 untergebracht wurde. Der Arzt, der Miliarakis an seiner Seite als Krankenpfleger hatte, arbeitete im Block 6. Savvakis und Xylouris lagen auch dort mit mir. Eines Tages holten sie Savvakis ab, und ich sah ihn nie wieder. Der Arzt (38256) verabreichte Georgios Xylouris täglich eine Spritze. Kurz nach jeder Injektion sagte er zu mir: „Michalis, ich brenne, ich brenne“. Sein ganzer Körper wurde dann immer rot, dann gelb, und er bekam hohes Fieber. Nach einer Weile baute der Junge komplett ab, war nur Haut und Knochen, sein Oberschenkel war so dünn wie mein kleiner Finger. Eines Tages holten sie ihn auch ab und ich sah ihn nie wieder. Was Houmas betrifft, so sagte mir der Arzt, dass er ins Krankenhaus kam, und eines Tages holten ihn die Deutschen ab. Als ich später in das Konzentrationslager Ebensee kam, erfuhr ich, dass er gestorben war.“
Es handelt sich um die einzige mündliche Zeugenaussage des Überlebenden Pirasmakis, während es vom Arzt, der auch überlebte und im Jahr 1978 verstarb, keine Zeugenaussagen über die vier Männer aus dem Dorf Krousani gibt. Die persönlichen Freunde des Arztes aus Zemun, Miliarakis und Kalomenopoulos, überlebten ebenfalls. Ersterer wurde als Krankenpfleger bestellt, letzterer dank der Intervention des Arztes als Nachtwärter engagiert.
Die Eltern von Georgios Xylouris erfuhren vom Tod ihres einzigen Kindes im Jahr 1945. Sie starben beide im darauffolgenden Jahr aus Trauer um den sinnlosen Verlust ihres einzigen Kindes. Außer Georgios Drakos Xylouris hatten die Nazis auch den Bruder von Drakos, Ioannis Georg. Xylouris, sowie seine beiden Neffen, Eleftherios Ant. Xylouris und Ioannis Konst. Xylouris ermordet. Am Ende seines Lebens pflegte Drakos Xylouris folgende Mantinada (volkstümliches Lied aus Kreta) über seine von den Nazis ermordeten Familienmitglieder zu singen:
Zwei Yannis traf die Kugel, Lefteris sank ins nasse Grab,
und Giorgos in den Öfen, bei lebendigem Leib verbrannt.
Als Sofia Xylouris vom Tod ihres Kindes erfuhr, wiederholte sie jeden Tag bis zu ihrem eigenen Tod folgendes Klagelied:
Georgios Drakos Xylouris was Drakos and Sofia Xylouris' only child. He was arrested by the German authorities in February 1942 because he offered food to Nikolaos Vidakis or Tsikalas at location Vigla. Germans had outlawed N. Vidakis as co-leader of the Greek Resistance team Satanas. Emmanouil Konstantis Vidakis was also arrested together with Georgios Drakos Xylouris and they were both led to the gate Makasi of the Venetioan walls of Heraklion at first and later to the prisons in Agia in Chania. They were imprisoned until summer 1943 and later relocated without trial, together with other 40 prisoners to Belgrade for about six months until finally being relocated to the Mauthausen camp. According to survivor Pirasmakis' (number 38326) testimony, a doctor, with number 38256, gave him an injection on daily basis which after caused him a sensation of burn through his body, afterwards his skin turned red and he had high fever. Finally, after some period of time, his skin turned yellowish and he was just skin and bones. He was chosen by a medical committee and led to the gas chambers. His parents, Drakos and Sofia, died shortly after each other in 1946 from grief as they had lost their only child who was only 21 years old.